- περιστενάζω
- περιστενάζω,A lament round :—[voice] Pass., οἰκουμένη -στεναζομένη filled with lamentation, Plu.Ant.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιστενάζω — Α 1. στενάζω γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. μέσ. περιστενάζομαι στενάζω, θρηνώ τα βάσανά μου («ἁπάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης και περιστεναζομένοις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
περιστενάχω — και περιστενάχομαι Α περιστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στενάχω «αναστενάζω»] … Dictionary of Greek
περιστεναζομένης — περιστενάζομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) περιστενάζω lament round pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)